κύτισος

κύτισος
(Cytisus). Γένος φυτών της οικογένειας των φαβιδών (fabaceae). Περιλαμβάνει θάμνους και δέντρα, ιθαγενή των εύκρατων περιοχών της Ευρώπης και της Ασίας. Από τα περίπου 40 είδη του γένους, ορισμένα είναι κτηνοτροφικά και άλλα δηλητηριώδη. Γνωστότερα είδη είναι το Cytisus hirsutus, το οποίο συναντάται στην Ελλάδα με την κοινή ονομασία σύννεφο, το Cytisus racemosus και το Cytisus scoparius. Το τελευταίο είναι θάμνος ύψους 1-2,5 μ., πολύ συνηθισμένος στην Ευρώπη. Τα σπέρματα και τα φύλλα του περιέχουν μια τοξική ουσία, γνωστή ως κυτισίνη, η οποία ωστόσο δεν προκαλεί συμπτώματα δηλητηρίασης στα ζώα, παρά μόνο αν φαγωθεί σε μεγάλες ποσότητες. Ένα ακόμη αλκαλοειδές που συναντάται στο φυτό αυτό και μπορεί να προκαλέσει δηλητηρίαση είναι η σκοπαρίνη.
* * *
ο (Α κύτισος) (γένος θαμνωδών αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια φαβίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λέξη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κύτισος — tree medick masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυτίσοιο — κύτισος tree medick masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυτίσου — κύτισος tree medick masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυτίσῳ — κύτισος tree medick masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύτισον — κύτισος tree medick masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυτισηνόμος — κυτισηνόμος, ον (Α) αυτός που τρώγει το φυτό κύτισος* («χελώνης... οὐρείης κυτισηνόμου», Νίκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύτισος + συνδετικό φωνήεν η (πιθ. για μετρικούς λόγους) + νόμος (< νόμος < νέμω), πρβλ. βοη νόμος, υλη νόμος …   Dictionary of Greek

  • кисть — род. п. кисти, укр. кисть, болг. киска (из *кыстъка) пучок , сербохорв. ки̏шчица вид кисти , слвц. kуst᾽, kystka кисть, кисточка , польск. kisc, kistkа кисть, пучок , н. луж. kistkа горсть колосьев, хвост . Вероятно, родственно кита (см.); ср.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • cítiso — ► sustantivo masculino BOTÁNICA Codeso, planta arbustiva. * * * cítiso (del lat. «cytĭsus», del gr. «kýtisos») m. *Codeso (planta leguminosa). * * * cítiso. (Del lat. cytĭsus, y este del gr. κύτισος). m. codeso …   Enciclopedia Universal

  • codeso — (Del lat. vulgar cutisus < lat. cytisus < gr. kytisos.) ► sustantivo masculino 1 BOTÁNICA Arbusto papilionáceo, leguminoso, de ramas largas, flores amarillas y semillas arriñonadas. (Cytisus hirsutus.) SINÓNIMO borne FRASEOLOGÍA codeso de… …   Enciclopedia Universal

  • CYTISUS — Graece Κύτισος, frutex est ab Aristomacho Atheniensi, miris laudibus praedicatus pabulo ovium, aridus vero etiam suum: spondetque iugero eius annua H S. M. M. vel mediocri solo reditus Non ex alio pabulo lactis maior copia aut melior Apes quoque… …   Hofmann J. Lexicon universale

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”